Είναι θάμνος μικρού ύψους (έως 30 εκατοστά), με όρθιους βλαστούς, εξαιρετικά ανθεκτικός, αναδύει πολύ ευχάριστο άρωμα. Απαντάται στις νότιες και μεσογειακές περιοχές της Ευρώπης σε διάφορες περιοχές της Ασίας και καλλιεργείται στη βόρεια Αμερική.
Οι Σουμέριοι, χρησιμοποιούσαν το θυμάρι 5500 χρόνια πριν ως μπαχαρικό, αλλά και ως φάρμακο.
Οι Αιγύπτιοι το χρησιμοποιούσαν ως βαλσαμωτικό και αρωματικό. Ο Διοσκουρίδης το συνιστούσε ως απολυμαντικό για διάφορες ασθένειες από τον 1ο αιώνα μ.Χ. Ο Πλίνιος το συνιστούσε ως αντίδοτο για τα δαγκώματα των φιδιών, το δηλητήριο των «θαλάσσιων όντων» και τον πονοκέφαλο.
Οι Ρωμαίοι έκαιγαν το φυτό πιστεύοντας ότι ο καπνός του απωθεί τους σκορπιούς και το χρησιμοποιούσαν στο μπάνιο τους για να αποκτήσουν σφρίγος και ενεργητικότητα. Στο Μεσαίωνα οι γυναίκες κεντούσαν κλαδιά θυμαριού για τους περιπλανώμενους ιππότες για τον ίδιο λόγο. Κατά τον 16ο αιώνα καθιερώθηκε ως φάρμακο στην Ευρώπη.
Καταπραΰνει τις φλεγμονές της αναπνευστικής οδού και το άσθμα. Ως σιρόπι ηρεμεί τον επίμονο βήχα (λειτουργεί ως αποχρεμπτικό), τη βρογχίτιδα, την φαρυγγίτιδα και την αμυγδαλίτιδα. Ανακουφίζει από τα συμπτώματα της γρίπης.
Το αιθέριο έλαιο του θυμαριού χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση γυναικολογικών μυκητιάσεων, καθώς έχει ισχυρές αντισηπτικές, αντιβακτηριδιακές και μυκητοκτόνες ιδιότητες.
Καταπολεμά τη δυσπεψία και τη φλεγμονή του γαστρικού βλεννογόνου. Το έγχυμά του χρησιμοποιείται και για το ευερέθιστο έντερο.
Παρουσιάζει ισχυρή αντιοξειδωτική δράση, χάρη στα συστατικά της θυμόλης και της καρβακρόλης που περιέχει. Συνιστάται ως φυσικό τονωτικό του ανοσοποιητικού και νευρικού συστήματος.
Βοηθά στη διαύγεια πνεύματος και παράλληλα στη μείωση του άγχους και της κατάθλιψης. Ενδείκνυται για την αντιμετώπιση της αϋπνίας.